- φερεκυδής
- φερε-κῡδής, ές,A renowned,
νᾶσος B.12.182
;γένος IG12(9).1179
([place name] Chalcis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νᾶσος B.12.182
;γένος IG12(9).1179
([place name] Chalcis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Φερεκύδης — masc acc pl (attic epic doric) Φερεκύδης masc nom/voc pl (doric aeolic) Φερεκύδης masc nom sg Φερεκύδης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεκυδής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος από τη Σύρο, γιος του Βάβυδα, που αναφέρεται ως δάσκαλος του Πυθαγόρα, και ιδρυτής της σχολής στη Σάμο στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Στο έργο του Πεντέμυχος αναπτύσσει μια μυστικιστική θεογονία, με τρία κύρια… … Dictionary of Greek
Φερεκύδει — Φερεκύδης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Φερεκύδεϊ , Φερεκύδης masc dat sg (epic ionic) Φερεκύδης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκύδη — Φερεκύδης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Φερεκύδης masc acc sg (attic epic doric) Φερεκύδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φερεκυδέα — φερεκυδής renowned neut nom/voc/acc pl (epic ionic) φερεκυδής renowned masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκύδην — Φερεκύδης masc acc sg Φερεκύδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ферекид — ( Φερεκύδης , Pherecydes) один из первых представителей греческой (новоионийской) прозы, родом с о ва Сироса; жил в первой половине VI в. и был современником семи мудрецов и древнейших ионийских философов, а также учителем Пифагора. Современники… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
φερεκυδέος — φερεκυδής renowned masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκύδου — Φερεκύδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκύδους — Φερεκύδης masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φερεκύδῃ — Φερεκύδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)